- ματαίωμα
- ματαίωμα, ατος, τό (s. μάταιος) emptiness, worthlessness τὰ μ. τοῦ αἰῶνος τούτου the worthless things of this age Hm 9:4; Hs 5, 3, 6.—DELG s.v. μάτη.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ματαίωμα — ματαίωμα, τὸ (Α) [ματαιώνω] η ματαίωση … Dictionary of Greek